- αυτοπαρατήρηση
- [-ις (-εως)], αυτοπαρατήρησία η самонаблюдение; самоанализ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοπαρατηρησία — και αυτοπαρατήρηση, η το να παρατηρεί κάποιος προσεκτικά τον εαυτό του και να αναλύει τις ψυχολογικές του καταστάσεις … Dictionary of Greek
Ρέμπραντ, Χάμερσον βαν Ρέιν — (Rembrandt, Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 17ου αι. Ήταν μαθητής του Σβάνενμπουργκ και για ένα μικρό χρονικό διάστημα (μεταξύ 1623 και 1624) του Λάστμαν στο… … Dictionary of Greek
Χώθορν, Ναθάνιελ — (Hawthorne, Σάλεμ, Μασαχουσέτη 1804 – Πλύμουθ, Νιου Χαμσάιρ 1864). Αμερικανός συγγραφέας. Ορφανός από πατέρα, συνήθισε από μικρός στη μοναξιά και στην αυτοπαρατήρηση. Έπειτα από 4 χρόνια σπουδών στο Bowdoin College, όπου γνώρισε τον Φράνκλιν Πιρς … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — ενδοσκόπηση, η και ενδοσκοπία, η 1. η παρατήρηση του εσωτερικού ενός σώματος, ιδίως η εξέταση εσωτερικής κοιλότητας του σώματος, που γίνεται με άμεσο φωτισμό: Ενδοσκόπηση στομάχου. 2. (ψυχ.), η εξέταση των ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)